Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπ' ὀνόματος

См. также в других словарях:

  • ὀνόματος — ὄνομα name neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐνόματος — ὀνόματος , ὄνομα name neut gen sg οὐνόματος , ὄνομα name neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους …   Dictionary of Greek

  • μετωνυμία — Η χρησιμοποίηση ενός ονόματος στη θέση ενός άλλου. Πρόκειται για λεκτικό τρόπο, στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται μια λέξη για να αποδοθεί πιο παραστατικά η δηλούμενη έννοια (για παράδειγμα, ο ήλιος είναι η πηγή της ζωής). Ως μ. θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • ονοματικός — ή, ό (Α ὀνοματικός, ή, όν) [όνομα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός 2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα,… …   Dictionary of Greek

  • παρώνυμος — ον, ΜΑ αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώνυμον α) η επονομασία β) το επώνυμο αρχ. επίθ. σχηματισμένος με ελαφρά αλλαγή, παράγωγος. επίρρ... παρωνύμως αρχ. μσν. με σχηματισμό νέου ονόματος από κάποιο άλλο με μικρή μεταβολή («ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»